Παλεύω να σηκωθώ, να ξυπνήσω, να χαρώ. Το φως που μπήκε δεν είναι αρκετό να ανοίξει τα μάτια μου. Θέλω να πετάξω, όπως κάνουν οι αετοί. Ίσως γι' αυτό μου αρέσει να τους βλέπω, τους ζηλεύω. Ξέρω τι είναι σωστό και τι όχι, αλλά θέλω να στεναχωρεθώ. Θέλω να έχω αισθήματα και συναισθήματα. Να καταρρέω, να πετάω.. Να πέφτω, να σηκώνομαι. Ποτέ δεν υπήρξα ξανά έτσι. Μελαγχολικές τάσεις είπε η γιατρός. Τι άλλο μπορεί να συμβεί στη ζωή μου; Το μόνο που δεν έχει φανεί ακόμα είναι ο προάγγελος του θανάτου. Μου αρέσει η ζωή όμως και δεν θέλω να ξέρω τίποτα άλλο πέρα από αυτό. Μου αρέσει να ζω με τον δικό μου τρόπο, με τις δικές μου αυθεντικές αγάπες. Μέσα απο την μοναξιά και την πλήρη ησυχία που τις περισσότερες φορές μου σπάει τα νεύρα, ψάχνω να με βρω. Ψάχνω να βρω αυτό που άφησα πίσω μου... Εμένα!
βρίσκω [vrísko] -ομαι Ρ αόρ. βρήκα και (λαϊκότρ.) ήβρα, προστ. βρες, απαρέμφ. βρει, παθ. αόρ. βρέθηκα, απαρέμφ. βρεθεί : ανακαλύπτω κτ. που ήταν χαμένο, εξαφανισμένο ή κπ. που χάθηκε, που εξαφανίστηκε.
Από "Η πύλη για την ελληνική γλώσσα"